- ἀκεσσιπόνοιο
- ἀκεσσίπονοςassuaging painmasc/fem/neut gen sg (epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ακεσσίπονος — ἀκεσσίπονος, ον (Α) αυτός που ξεκουράζει, που μάς κάνει να ξεχνάμε την κούραση «ἀκεσσιπόνοιο οἴνου» (Now. Δίον. 12, 369). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκέομαι + πόνος] … Dictionary of Greek